εξωφανής

εξωφανής
ἐξωφανής, -ές (AM)
ολοφάνερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξωφανῆ — ἐξωφανής convex neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐξωφανής convex masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐξωφανής convex masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωφανεστέραις — ἐξωφανής convex fem dat comp pl ἐξωφανεστέρᾱͅς , ἐξωφανής convex fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωφανές — ἐξωφανής convex masc/fem voc sg ἐξωφανής convex neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωφανέσι — ἐξωφανής convex masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωφανῶς — ἐξωφανής convex adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”